- νταβανόσκουπα
- νταβανόσκουπα, η και ταβανόσκουπα, η1. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το καθάρισμα οροφής.2. μτφ., άνθρωπος λεπτός και ψηλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νταβανόσκουπα — η βλ. ταβανόσκουπα … Dictionary of Greek
ταβανόσκουπα — και νταβανόσκουπα, η, Ν 1. σκούπα με μακρύ κοντάρι, η οποία χρησιμεύει για το καθάρισμα τής οροφής και τού επάνω μέρους τών τοίχων 2. μτφ. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος … Dictionary of Greek
ταβανόσκουπα — ταβανόσκουπα, η και νταβανόσκουπα, η σκούπα με μακρύ ξύλινο κοντάρι, ξεσκονίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)